Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Του αγίου τρελλοκομείου πότε είναι;

Επειδή αυτή η ιστορία είναι πολύ μεγάλη την χωρίζουμε σε δύο μέρη, άλφον και βήτον που λένε και στα καλά βιβλία. 

Μέρος άλφον

Εμείς στο σχολείο μας είχαμε μάθει ότι έχουμε δύο εθνικές γιορτές τότε που πολεμήσαμε με τους γερμανούς στις 28 Οκτωβρίου και τότε που πολεμήσαμε με τους τούρκους στις 25 Μαρτίου αλλά ο παππούς μου ο Δημητράκης έλεγε ότι έχουμε και άλλη μία εθνική γιορτή στις 7 Σεπτεμβρίου αλλά τότε εμείς του λέγαμε ότι αυτή τη μέρα δεν είχαμε πολεμήσει με κανέναν κι αυτός έλεγε "πως πως αφού γιορτάζει η γιαγιά σας η Κασσιανή εθνική γιορτή είναι".
Αυτό το είχαμε μάθει απέξω κι ανακατωτά γιατί γινότανε της τρελλής στο σπίτι μας δηλαδή ερχόντουσαν όοοολοι οι συγγενείς μας και όλοι οι γνωστοί μας να πούνε χρόνια πολλά στη γιαγιά μου την Κασσιανή μέχρι και κάτι συγγενείς μας απ' τα πέρα αμπέλια που έλεγε ο μπαμπάς μου που δεν ήξερα τι θα πει και επίσης κουτσοί στραβοί που άλλες φορές πηγαίνανε στον Αγιο Παντελεήμονα εκείνη τη μέρα ερχόντουσαν σε μας να φάνε και να πιούνε όπως λέει το τραγουδάκι που παντρεύουνε το Χαραλάμπη και του λένε έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε. 


Ολους αυτούς τους συγγενείς μας τους βλέπαμε μόνο εκείνη την ημέρα στο σπίτι μας και μετά τους ξαναχάναμε μέχρι του χρόνου αλλά αλλοίμονό μας αν λέγαμε κακό γι' αυτούς γιατί η γιαγιά μου η Κασσιανή τους είχε σε μεγάλη εκτίμηση και άμα πέθαινε κανένας και δεν ερχότανε εκείνη τη χρονιά πολύ της κακοφαινότανε κι έλεγε λιγοστεύουμε λιγοστεύουμε αλλά εμείς δεν βλέπαμε να λιγοστεύουμε αλλά κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι ερχόντουσαν και δώστου βάζανε τραπέζια  στις βεράντες και στον κήπο και τρώγανε όλοι αυτοί του σκασμού και πολύ τους άρεσε και μεις τα παιδιά παίζαμε πάρα πολύ ωραία παιχνίδια. 
Σ' αυτά τα πολύ ωραία παιχνίδια ήτανε  δηλαδή τραβολογούσαμε το σκύλο να τον πλύνουμε με το λάστιχο, δερνόμασταν μεταξύ μας, βάζαμε τρικλοποδιές σε κάτι μεγάλους που δεν χωνεύαμε καθόλου και πέφτανε κάτω αυτοί, ανοίγαμε όλα τα συρτάρια της μαμάς μας και φοράγαμε τα κολλιέ και τα τακούνια, πασαλειβόμαστε με σοκολάτες και άλλα γλυκά που βρίσκαμε, κατεβάζαμε τις κούκλες και τις βαφτίζαμε στο κήπο, κουβαλάγαμε τα τραινάκια στην αυλή και γενικά περνάγαμε πάρα πολύ ωραία σε αυτή την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής επειδή λόγω της ημέρας όπως λέγανε οι μεγάλοι κανένας δεν μας μάλωνε γιατί δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν με μας είχανε άλλα πράματα να κάνουνε με τόσο κόσμο που ερχότανε και μας κάνανε βέβαια κάτι νοήματα ότι θα τα πούμε μετά και τέτοια αλλά εμείς χαμπάρι δεν παίρναμε και κάναμε ότι μας ερχότανε στο κεφάλι και γενικά το σπίτι γινότανε του αγίου τρελλοκομείου όπως έλεγε πάντα η Μαριέττα μας.



Τέλος πάντων μόλις γυρίζαμε από τις διακοπές στο χωριό αρχίζανε αμέσως οι ετοιμασίες για την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής δηλαδή η γιαγιά μου η Κασσιανή είχε το γενικό πρόσταγμα που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης και μοίραζε τις δουλειές τι θα κάνει ο καθένας μας εκεί μέσα και γινότανε το σπίτι μας κατασκήνωση γιατί έτσι κάνουνε στις κατασκηνώσεις που μοιράζουνε τις δουλειές και ο καθένας κάνει κάτι για να τελειώνουνε όλοι μαζί όπως μια φορά που μας είχανε στείλει και μας κατασκήνωση αλλά εμείς μαλώσαμε με όλα τα άλλα παιδιά και ήρθανε οι δικοί μας και μας πήρανε άρον άρον που δεν ήξερα τι θα πει αυτό το άρον άρον και μου θύμιζε αυτόν τον ψευδό αδελφό του Μωϋσή που είχαμε μάθει στο σχολείο που τον λέγανε Αρόν ή κάπως έτσι.

                          

Τέλος πάντων αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες πριν την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής το σπίτι μας όπως σας είπα γινότανε κατασκήνωση γιατί εμείς όλοι κοιμόμαστε στην ταράτσα με στρώματα για να μη λερώνουμε λέει τα κρεββάτια μας και κάναμε μπάνιο στο πλυσταριό της ταράτσας για να μη χαλάσουμε τα μπάνια και είχε μεγάλη πλάκα που μέναμε στην ταράτσα επειδή στο σπίτι μας κάνανε λέει Γενική.
Η μάνα μου επειδή δεν έκανε Γενική είχε αναλάβει άλλη δουλειά να κάθεται στο τηλέφωνο με τις ώρες και να τηλεφωνάει σε όλους τους συγγενείς και τους φίλους να τους καλέσει να έρθουνε το Σάββατο στη γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής γιατί όλο Σάββατο έπεφτε αυτή η γιορτή και μετά έσβηνε ένα ένα τα ονόματα που έπαιρνε και μετά έκανε ουφ πάει κι αυτό κι έπαιρνε δυο ασπιρίνες κι έλεγε πω πω το κεφάλι μου μ' έπιασε πάω να ξαπλώσω και μάλλον όμως δίκιο είχε γιατί με όλα αυτά τα τηλέφωνα το κεφάλι της γινότανε καζάνι όπως έλεγε γιατί κάτι θείες Μαρίκες και τέτοιες δεν βάζανε γλώσσα μέσα τους και την πρήζανε τη μαμά μας με το μπούρου μπούρου. 


Και μια φορά εγώ θύμωσα πάρα πολύ που η θεία Μαρίκα δεν έλεγε να τελειώσει με το τηλέφωνο και τη ζάλιζε τη μαμά μου και της φώναξα καλέ άντε στο διάολο θεία Μαρίκα αλλά μετά η μαμά μου με έδειρε γιατί δεν έπρεπε λέει να στείλω στο διάολο τη θεία Μαρίκα αλλά εγώ την έστειλα εκεί γιατί δεν ήξερα πού αλλού να τη στείλω για να ησυχάσει η μαμά μου και σκέφτηκα για να εκδικηθώ τη θεία Μαρίκα τη γλωσσού άμα έρθει στο σπίτι μας να βουτήξω με τον αδερφό μου τον κόκορα που είχε κουβαλήσει η ξαδέρφη της Μαριέττας μας από το χωριό και να τον βάλουμε να την τσιμπήσει γιατί κι εμάς μας είχε τσιμπήσει και κλαίγαμε πολλή ώρα μετά.


Επίσης, το επίσης είναι μια ωραία λέξη που έμαθα τώρα τελευταία και όλο την κοτσάρω, επίσης λοιπόν η Μαριέττα μας μαζί με μια ξαδέρφη της που ερχότανε πάντα από το χωριό τέτοιες μέρες βάζανε κάτι περίεργα τσεμπέρια στο κεφάλι και κάνανε λέει αυτή τη Γενική που δεν ξέραμε τι θα πει αλλά ήτανε μάλλον αυτό που αυτές γυρίζανε το σπίτι μέσα έξω όπως λέγανε και αναποδογυρίζανε σαν τρελλές όλα τα στρώματα των κρεββατιών και ανοίγανε όλα τα συρτάρια και βγάζανε έξω τα πράματα και τα ξαναβάζανε μέσα και πλένανε τα παντζουροπαράθυρα και πλένανε μετά τις κουρτίνες τις σιδερώνανε λέει της κόλλας και τις ξανακρεμάγανε η μια πάνω στη σκάλα κι άλλη αποκάτω και κράταγε κι ο παππούς μου ο Δημητράκης την ουρά των κουρτινών να μη σέρνεται κάτω λέει και βγάζανε τα καλύμματα από το σαλόνι κι αρχίζανε τα ουρλιαχτά άμα μας βλέπανε να παίρνουμε φόρα και να πηδάμε στους καναπέδες και μετά περνάγανε χλωρίνη όλα τα πλακάκια και μετά κάνανε παρκέ με την παρκετίνη σε ζε 7 που ήτανε σ' ένα στρογγυλό κουτάκι που πολύ μας άρεσε γιατί άμα άδειαζε μας το δίνανε να παίξουμε και μοσχομύριζε γιαγιά Κασσιανή και Μαριέττα και Μανούλα. Κι όταν τελειώνανε αυτά μετά κλείνανε τη σαλοτραπεζαρία να μη μπαίνει κανένας και στρώνανε στα κρεββάτια τα πιο καλά σεντόνια και τα κεντητά και βάζανε τις πιο ωραίες πετσέτες που είχαμε στα μπάνια κι αυτά όλα λέει τα κάνανε για τους ξένους αλλά εμείς ξέραμε ότι οι ξένοι δεν θα κοιμόντουσαν στα κρεββάτια μας όμως έπρεπε λέει να είναι καλοστρωμένα με τα καλύτερα που είχαμε στο σπίτι μας.
                         

Κι άμα τελειώνανε πια αυτές τελείως όλες τις δουλειές πέφτανε και οι δυό μαζί ξερές σ' ένα μπαουλοντίβανο που είχαμε στο χωλ και κάνανε ουφ Παναγία μου δόξα σοι ο Θεός τελειώσαμε με υγεία να χαρούμε και του χρόνου και ο αδελφός μου έλεγε καλέ τρελλές είναι αυτές τους αρέσει να ψοφάνε στην κούραση κι αυτές γελάγανε κι η ξαδέρφη της Μαριέττας μας απ' το χωριό τούλεγε άντε βρε μπερμπάντη στις χαρές σου και δεν ξέρω γιατί με νευρίαζε πολύ αυτή η κουβέντα και δεν την πολυχώνευα αυτή την ξαδέρφη της Μαριέττας μας γιατί έλεγε τον αδερφό μου μπερμπάντη κι εμένα μ' έλεγε κοκκώνα μου κι έλεγα με τις φίλες μου ότι αυτή ήτανε βλάχα σίγουρα.




Κι όταν τελείωνε καμμιά φορά η Γενική άρχιζε άλλο πανηγύρι με τα ψώνια για τα φαγητά κι εμείς πια είμαστε στις μεγάλες δόξες μας γιατί τρελλαινόμαστε να τρέχουμε στο μπακάλη και στο χασάπη και στο μανάβη με τον μπαμπά μου και τον παππού μου τον Δημητράκη και να κουβαλάμε όλα τα πράματα τυριά, κρέατα, φρούτα, σαλάτες, σαλάμια, γιαούρτια, φύλλο για πίτες και πατάτες και φύλλο για καταϊφι που το λέγαμε μαλλιοξασμένο και αλεύρια και τέτοια και φορτωνόμασταν σαν γαϊδούρια δηλαδή κανονικά γαϊδούρια που γκαρίζαμε κιόλας για να μας ακούνε και να κάνουνε στην άκρη όπως κορνάρουνε τα αυτοκίνητα δηλαδή και ο μπαμπάς μου νευρίαζε πάρα πολύ με αυτό το γκάρισμα και μας έλεγε δεν σας ξαναπαίρνω έξω ρεζίλι με κάνετε αλλά εμείς το κάναμε επειδή είμαστε φορτωμένοι σαν γαϊδούρια όπως λέγανε οι μεγάλοι και δεν καταλαβαίναμε γιατί γινότανε ρεζίλι αυτός και του δίναμε φιλιά να του περάσει το ρεζίλι και μάλλον του πέρναγε γιατί μετά έλεγε τι θα κάνω εγώ με σας τερατάκια και τέτοια και μετά δώστου πάλι κουβαλάγαμε στο σπίτι πράματα δυο μέρες ολόκληρες και η γιαγιά μου η Κασσιανή τα έχωνε στο ψυγείο και στο άλλο ψυγείο που είχαμε στο υπόγειο και η βλάχα η ξαδέρφη της Μαριέττας μας έλεγε φτου φτου μπερεκέτια και μια φορά την είχα δει που έχωνε στο στόμα της δύο δύο τα σαλάμια από το δέμα. 


Ετσι τελείωνε και η βήτα φάση που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης δηλαδή τα ψώνια από τους μπακαλομανάβηδες και τους χασάπηδες και μετά άρχιζε η γάμα φάση που ήτανε η Παναγιώτα η χοντρή. Αυτή ήτανε μια μαγείρισσα που μαγείρευε τέλεια που καθότανε δυο μέρες σπίτι μας και μαγειρεύανε μαζί με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και την παίρναμε δανεική από την κυρία Ελευθεριάδου τη φιλενάδα της γιαγιάς μου της Κασσιανής που είχανε πολλά λεφτά και είχανε και αυτή τη χοντρή μαγείρισσα και μας τη δανείζανε και μας άμα τη θέλαμε.
Αμα αρχίζανε να μαγειρεύουνε η γιαγιά μου η Κασσιανή με τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της Μαριέττας μας και την Παναγιώτα τη χοντρή η κουζίνα απογειωνότανε όπως έλεγε η μάνα μου αλλά εγώ ήξερα ότι μόνο τα αεροπλάνα απογειωνόντουσαν όπως βλέπαμε στο γκουντ μπάι του αεροδρομίου στο Ελληνικό άμα πηγαίναμε καμμιά Κυριακή για βόλτα και δεν είχα ακούσει καμμιά άλλη κουζίνα να απογειώνεται όπως η δικιά μας και μια φορά που είχα ρωτήσει τη δασκάλα μου αν πετάνε οι κουζίνες μου είπε να μη λέω βλακείες και δεν ξαναρώτησα.
Τελικά η Παναγιώτα η χοντρή που είχε και μαλλιά αφέλειες ήτανε σαν τον καλό βασιλιά Δαγοβέρτο που είχε βάλει το βρακί του ανάποδα όπως έλεγε το γαλλικό τραγουδάκι που αγαπούσαμε πολύ με τον αδελφό μου γιαυτό και μείς δεν την λέγαμε Παναγιώτα αλλά Δαγοβέρτα.
Αυτή λοιπόν η Δαγοβερτοπαναγιώτα μαγείρευε συνέχεια κι έκανε πολλά φαγιά πολύ ωραία μαζί με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της Μαριέττας μας και δεν αφήνανε κανέναν άλλον να μπει στη κουζίνα όσο μαγειρεύανε αλλά εμείς με τον αδερφό μου καθόμαστε κατάχαμα στο χωλ μπροστά από την κουζίνα και πολύ τις νευριάζαμε αυτές αλλά κι εμείς γιαυτό καθόμαστε για να τις νευριάζουμε και περνάγαμε πολύ ωραία. 


Αμα τελειώνανε τα μαγειρέματα είχε έρθει η μέρα της εθνικής γιορτής. Τότε άλλα φαγιά τα είχανε στις κατσαρόλες και άλλα φαγιά τα βάζανε σε κάτι μεγάλες ταψάρες και η ξαδέρφη της Μαριέττας μας έλεγε τα ταψά τα ταψά είναι έτοιμα τα ταψά και τότε ερχότανε πρωί πρωί και ο κύριος Αγγελος που έμενε μόνος του απέναντί μας και ήτανε κάπως γέρος αυτός και λίγο περίεργος αλλά επειδή στο σπίτι μας κουτσοί στραβοί στον Αγιο Παντελεήμονα όπως έλεγε η Μαριέττα μας ερχότανε τότε και αυτός και μαζί με τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της πηγαίνανε τα ταψά στο φούρνο της Μπέλλου στην πλατεία και μετά πηγαίνανε πάλι όλοι μαζί να τα πάρουνε όταν ψηνόντουσαν και τα φέρνανε και μοσχοβόλαγε όλο το σπίτι και τα απλώνανε πάνω στο τραπέζι που το είχανε ανοίξει για τα χωράει όλα και τα σκεπάζανε με άσπρες καθαρές πετσέτες και μεις λυσσάγαμε να φάμε γωνίτσες κριτσανιστές από το παστίτσιο και στρογγυλές πατατούλες από το ψητό και τις άκρες από το μπακλαβά και μας έκοβε μικρά κομματάκια η μαμά μας με το μαχαιράκι.





Μετά επειδή κόντευε πια μεσημέρι άρχιζε η δέλτα φάση όπου εμάς τους μικρούς μας έχωνε η Μαριέτα μας στο πλυσταριό να μας πλύνει και μας έβαζε να κοιμηθούμε για μεσημέρι στο δωμάτιο της ταράτσας και αφού ησυχάζανε από μας ερχότανε κάτω η θεία Ευτέρπη μαζί με μια κομμώτρια που χτένιζε τη γιαγιά μας την Κασσιανή δηλαδή της έκανε κότσο μπανάνα μετά τη μαμά μου που της έκανε μιζ αν πλι που δεν ήξερα τι θα πει αλλά μετά τα μαλλιά της μαμάς μου ήτανε κόκκαλο από τη λακ και τελευταία τη θεία Ευτέρπη που ήτανε πολύ χοντρή και ήθελε μπουκλάκια στο σβέρκο για να μη πολυφαίνονται τα προγούλια της.



Εμείς όλα αυτά τα είχαμε δει μια φορά που δεν κοιμηθήκαμε και τα ξέραμε και κάθε φορά τα ίδια γινόντουσαν. Τέλος πάντων γενικά κοιμόμαστε εκείνο το μεσημέρι διότι μαζί μας κοιμόντουσαν και ο μπαμπάς και ο παππούς μας ο Δημητράκης που δεν κάνανε μιζ αν πλι ούτε κότσο μπανάνα γιατί ήτανε άντρες και κάναμε όλοι μαζί ένα δίωρο ύπνο με το ρολόι που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης και δεν ξέραμε τι θα πει αλλά μετά μάθαμε ότι ήτανε ύπνος δύο ώρες και έκανε πολύ καλό λέει αυτός ο ύπνος και η μαμά μας με τη γιαγιά μας την Κασσιανή και τη θεία Ευτέρπη δεν κοιμόντουσαν σε κρεββάτι εκείνο το μεσημέρι να μη χαλάσουνε λέει τα μαλλιά τους και πέφτανε σε κάτι πολυθρόνες κουνιστές που τις βγάζανε στην πίσω βεράντα που ήτανε δροσερά και πολύ τους άρεσε εκεί και βάζανε τα πόδια τους σε κάτι σκαμνιά να ξεκουράζονται. 


Τέλος πάντων όταν ξυπνάγαμε μας ντύνανε πρώτα εμάς με τα καλά μας και έπρεπε να καθήσουμε Παναγίες φανερωμένες στη βεράντα να μη λερωθούμε καθόλου και να μην τσαλακωθούμε μέχρι να έρθουν οι καλεσμένοι αλλά είχαμε καταλάβει ότι μετά μπορούσαμε να τσαλακωνόμαστε όσο θέλαμε και περιμέναμε ήσυχα ήσυχα να έρθουν οι καλεσμένοι. Η μαμά μου τότε φόραγε ένα πολύ ωραίο φουστάνι και ήτανε κούκλα και ο μπαμπάς μου καμάρωνε και η γιαγιά μου η Κασσιανή πρώτα έκανε επιθεώρηση στον παππού μου τον Δημητράκη αν είχε φορέσει ότι του είχε βγάλει αυτή από τη ντουλάπα και μετά αυτή έβαζε το καλό της μπλε φουστάνι γιατί όλο μπλε έραβε αυτή για τα καλά της και έβαζε τα καλά της σκουλαρίκια και οπωσδήποτε την καμέα της που ήτανε μια ωραία καρφίτσα με μια κυρία απάνω που άμα πέθαινε θα μου την έδινε εμένα είχε πει αλλά εγώ σκεφτόμουνα άμα πέθαινε αυτή πώς θα μου έδινε μετά ή θα μου την έδινε πρώτα αλλά άκρη δεν έβρισκα και έβαλα τα κλάμματα. Τότε η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε μη σκας χρυσό μου δεν πεθαίνω ποτέ εγώ κι έτσι ησύχασα κι εγώ που μου είχαν φτάσει τα δάκρυα στα πόδια. ....................




Συνεχίζεται ............




Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Χρόνια πολλά στις Σοφούλες


Η αληθινή σοφία κρύβει μέσα της πίστη, ελπίδα και αγάπη !!!


Χρόνια πολλά 
στις Σοφούλες, τις Πίστεις, τις Ελπίδες και τις Αγάπες 
της ζωής μας !!!