Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Καλή χρονιά - χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά




Η Γιαγιά Κασσιανή και ο Αγιος Βασίλης 
σας εύχονται ... 
Καλή Χρονιά 




Το 2014 να φέρει
υγεία, χαρά, αισιοδοξία 
και ειρήνη σε όλο τον κόσμο !!!


ο Αγιος Βασίλης δεσμεύτηκε 
να φέρει σε όλους μας ότι ονειρευτήκαμε !!! 





Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Χρόνια πολλά αγαπημένοι μου




Η μαγεία των Χριστουγέννων 
να γεμίσει τις καρδιές μας με αγάπη,
το μυαλό μας με φως
και τη ζωή μας με νέες προοπτικές !



Χρόνια πολλά αγαπημένοι μου φίλοι !!!



Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Παίρνουμε και δίνουμε .... βραβεία


Αχ αυτό το γλυκό κορίτσι η Κικίτσα, η Tante Kiki καλέ, μου έδωσε βραβειάκι και είμαι τρισευτυχισμένη. Εκείνη καλέ η χρυσή κοπέλλα που έχει εκείνο το υπέροχο, πώς το λένε, μπλογκ, δηλαδή όχι εκείνο που ζωγραφίζουνε τα παιδάκια στο σχολείο αλλά αυτά που γράφουνε με την εγγονή μου και διαβάζουνε η μια την άλλη και ξετρελλαίνονται Κικίτσα μου και Σοφάκι μου πάνε κι έρχονται και μέχρι στη Θεσσαλονίκη ανέβηκε η δικιά μας να δει την Κικίτσα και γνωριστήκανε τα πουλάκια μου, μάτι μην τα πιάσει και καθήσανε πια και στο Electra Palace παρακαλώ στο ρουφ γκάρντεν και ήπιανε καφέδες και δώστου χαιρετιόντουσαν και φιλιόντουσαν που γνωριστήκανε και τα βρήκανε τόσο μεταξύ τους που τα πήρε η νύχτα τα πουλάκια μου και τα δυο και λέγανε και λέγανε και τελειωμό δεν είχανε, μέχρι και μένα ξεσηκώνανε κάθε τρεις και λίγο που τα βλεπα απ' το συννεφάκι μου και τα χαιρόμουνα και τα σταύρωνα . 
Ασε που αυτή η Κικίτσα είναι μια κούκλα καλέ, ένα δέρμα μετάξι, ένα πρόσωπο φεγγάρι, ένα γέλιο μαργαριταρένιο, ευγενέστατο με τα γαλλικά του με τη φινέτσα του φτου φτου μάτι μην το πιάσει το χρυσούλι μου το καταγάπησα.

Η περίφημη μάγισσα της γαστρονομίας Τante Kiki
κατά κόσμον Βασιλική Ξανθοπούλου στη συνάντησή μας στη Θεσσαλονίκη
Και τι ωραίο το βραβειάκι που μούδωσε ένα αρκουδάκι με τα χριστουγεννιάτικα νυχτικάκια του μια ζωγραφιά ένα μινιόν πραματάκι κουκλίστικο απ' αυτά που πολύ της αρέσουν της εγγονής μου της χαϊδεμένης που πολύ το χάρηκε κι αυτή μαζί μου και τρέχαμε μισή μέρα στα μαγαζιά να βρούμε καδράκι να το κρεμάσουμε στον τοίχο.


Κικίτσα μου γλυκειά σ' ευχαριστώ, αν και τόσο καθυστερημένα αλλά φταίει η ίωση που έπαθα διότι φυσούσε βόρειος άνεμος στο συννεφάκι μου, για το βραβειάκι σου αλλά εγώ παιδί μου δεν κάνω τίποτα για να το αξίζω εκείνη η εγγονή μου παλεύει να γράφει όλες τις μουρλαμάρες μας τω καιρώ εκείνω στο σπίτι μας και τις γράφει έτσι που μόνο εσύ και κάτι άλλες καλές κυρίες καταλαβαίνετε γιατί ομολογώ μια δυο φορές που προσπάθησα να καταλάβω τι λέει αλλά πούυυυ. Κόμματα δεν είχε, τελείες δεν είχε, κάτι κατεβατά ασυνάρτητα είχε, μέχρι και τον αδερφό της χέστη έλεγε το τέρας, που μικρό κώλο δεν έδειρες μεγάλο μην καταπιάνεσαι λέω εγώ αλλά ποιός μ' ακούει τώρα πια;
Τέλος πάντων τώρα που γνωριστήκατε παιδί μου με τη δικιά μας, εσύ φαίνεσαι λογική κοπέλλα, κοίτα να τη συμμαζέψεις κι αυτήν που είσαι και χρυσοχέρα να κάνει κι αυτή καμμιά στάλα φαϊ στον άντρα της γιατί ξέρεις οι άντρες πρώτα έχουν την κοιλιά και μετά το απαυτό τους, Θέ μου συχώρα με μεγάλη γυναίκα τι λέω, αλλά έτσι είναι πουλάκι μου να καλοτρώνε θέλουνε κι εσύ βλέπω αγγέλους φτιάχνεις, άντε με την ευχή μου να τη συμμαζέψεις κι αυτήν κομμάτι που στασιό δεν έχει σπίτι της. 
Σε γλυκοφιλώ Κικίτσα μου και χίλια ευχαριστώ για το υπέροχο βραβείο που μου έδωσες καλό μου.

                                  

Κι αφού επιτέλους τέλειωσε τη λογοδιάρροια η γιαγιά μου η Κασσιανή που την έπρηξε την καϋμένη την Κικίτσα με τα τούτα της και τα κείνα της μέχρι που γλάρωσε το μάτι της της κοπέλλας κι άρχισε να χασμουριέται και μέσα της θα σιχτίριζε "τι της τόδωσα της παλιόγριας το βραβείο μ' έπρηξε στην πολυλογία" έδωσε ο Θεός και έσκασε πια το τέρας η γιαγιά μου η Κασσιανή να πάρουμε κι εμείς σειρά για να συνεχίσουμε τους όρους του παιχνιδιού.

H πιο όμορφη χριστουγεννιάτικη ανάμνηση
Τα χριστούγεννα του 1983, τα πρώτα χριστούγεννα με το γιό μου που γεννήθηκε εκείνη τη χρονιά.

Αγαπημένο ξένο χριστουγεννιάτικο τραγούδι
Ολααα !!!

Αγαπημένο ελληνικό χριστουγεννιάτικο τραγούδι
Αυτό που μου τραγουδούσε η μαμά μου παραμονές Χριστουγέννων και πάντα το βράδυ στο κρεββάτι μου...

Το δώρο που θα ήθελα για τα φετεινά χριστούγεννα 
Υγεία και χαρά για όλο τον κόσμο και για την οικογένειά μου. Μόνο αυτό, αρκετό δεν είναι;

Μια ευχή για το 2014:
Να ξαναβρούμε τις αξίες μας και την παιδεία μας.

Τώρα με τη σειρά μου πρέπει να δώσω το βραβειάκι σε άλλα έξι μπλογκς και κείνα να επαναλάβουν το παιχνίδι και να το δώσουν αλλού.
Δεν ξέρω ποιοι το πήραν ήδη και ποιοι όχι αλλά με όλη μου την καρδιά το δίνω στους :

Μυστικά της μαμάς http://tamystikatismamas.blogspot.gr/

Αιώνια Γυναίκα http://aiwniagynaika.blogspot.gr/

Γιαγιά Αντιγόνη http://giagia-antigonh.blogspot.gr/

Κάντο μ' αγάπη http://kantomagapi.blogspot.gr/

Ανθομέλι http://www.anthomeli.com/

Μαrilise 2 http://katitimou.blogspot.gr/


Καλά Χριστούγεννα αγαπημένοι μου !!!!

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Τάκα τάκα ....τα πεταλάκια, ντρίγκι ντρίγκι ...τα κουδουνάκια


Βέβαια δεν είναι Μάιος, αλλά από το Μάιο το τραβολογάω αυτό το κείμενο και μου διεμήνυσε ο εξαποδώ η γιαγιά μου η Κασσιανή από κεί ψηλά όπου βρίσκεται μετά των λοιπών συγγενών μου ότι είναι ντροπή μου που ακόμα δεν το έχω τελειώσει. Αν δεν το τελειώσω πρώτα αυτό, λέει, θα κηρύξει επανάσταση κι αλλοίμονό μου και δεν θα μ' αφήσει να γράψω άλλο διότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει μια σειρά στις δουλειές του και δεν μπορεί να είναι "σουρλού μουρλού" κατά την προσφιλή της έκφραση.
Αφού έτσι διέταξε η Αυτής Υψηλότης η γιαγιά μου η Κασσιανή χειμώνα καιρό με βροχές και καταιγίδες σας μεταφέρω σ' έναν λουλουδιασμένο Μάιο στην Κηφισσιά του 1966, όπου για να κυκλοφορήσεις έπρεπε να πάρεις ένα ......τάκα τάκα τα πεταλάκια......






Κάθε Μάιο η γιαγιά μου η Κασσιανή άρχιζε τα πρέπει να ραφτώ πρέπει να να ραφτώ και εμείς τη ρωτάγαμε τι να ραφτείς καλέ αφού δεν είσαι ξηλωμένη κι αυτή νευρίαζε και βενταλιαζότανε μετά πολλή ώρα κι όλο έλεγε πως θα την πεθάνουμε και είμαστε τέρατα που έχουμε μοιάσει ένας θεός ξέρει πού και μετά μας έλεγε θρασύτατα παλιόπαιδα χωρίς καμμία ανατροφή αλλά εμείς της απαντούσαμε ότι όλη την τροφή μας την τρώγαμε και τότε εκείνη έπεφτε στο κρεββάτι ξερή κι έλεγε θεέ μου δώσε μου υπομονή με δαύτα κι εκειπέρα τελείωνε το θέμα που λένε και στο σχολείο γιατί μετά η γιαγιά μου η Κασσιανή θυμότανε πάλι ότι έπρεπε να ραφτεί και τηλεφωνιότανε με την κυρία Νταίζη που ήτανε μοδίστρα και έμενε στην Κηφισσιά και μια φορά είχαμε ακούσει τη γιαγιά μου την Κασσιανή να λέει στη θεία Αμαλία του θείου Γιωργίκου ότι όλες οι κυρίες του καλού κόσμου ράβονται στην κυρία Νταίζη κι έτσι καταλάβαμε κι εμείς οι μικροί ότι όλες οι κυρίες του καλού κόσμου θα ήτανε ξηλωμένες και ησυχάσαμε γιατί νομίζαμε ότι μόνο η γιαγιά μου η Κασσιανή ήτανε ξηλωμένη.
Τέλος πάντων όμως η γιαγιά μου η Κασσιανή ραβότανε κάθε Μάιο γιατί σ' αυτά τα πράγματα είχε ακρίβεια ρολογιού όπως έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης και η γιαγιά μου η Κασσιανή τον τραβολογούσε στο δωμάτιο ραπτικής και τούλεγε σ' αρέσουν Δημητράκη μου τα υφάσματα που διάλεξα και ο παππούς μου ο Δημητράκης της τσίμπαγε το μάγουλο και της έλεγε ομορφιές ομορφιές Κασσιανάκι μου κοκκέτα μου εσύ και κάνανε κάτι αηδίες μπλιαχ γέροι άνθρωποι και μετά άρχιζε η γιαγιά μου η Κασσιανή να ετοιμάζει τη βαλίτσα της γιατί άμα πήγαινε να ραφτεί έκανε πολλές μέρες να γυρίσει γιατί έμενε εκειπέρα σε ξενοδοχείο κι έπαιρνε κι εμάς τους μικρούς μαζί και κάναμε σαν διακοπές και χαιρότανε η Μαριέττα μας που ησύχαζε το κεφαλάκι της. Εμάς μας άρεσε πάρα πολύ αυτό γιατί εκτός που ραβότανε η γιαγιά μου η Κασσιανή περνάγαμε πάρα πολύ ωραία γιατί τρώγαμε πολλά γλυκά και παίζαμε και κάναμε ότι θέλαμε. 


Ετσι μια φορά το χρόνο πηγαίναμε ένα πολύ ωραίο και μακρινό ταξίδι από το Ψυχικό στην Κηφισσιά που είχε πολύ ωραίες περιπέτειες και πολύ μας άρεσε όπως ο Ροβινσών Κρούσος και ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος που διαβάζαμε μετά μανίας και ήτανε του Ιουλίου Βερν.
Εκείνη την ημέρα που θα πηγαίναμε ταξίδι στην Κηφισσιά ξυπνάγαμε πολύ νωρίς και μετά τρέεεχαμε στην Αγία Βαρβάρα στην Κηφισσίας να πάρουμε ένα λεωφορείο που έγραφε 27 Περαιεύς Κηφισσιά ή το 25 που έλεγε Αθήναι Κηφισσιά κι έεεετρεχε κι η Μαριέττα από πίσω μας ξεγλωσσιασμένη μαζί με το μπαμπά μου που κουβαλάγανε τη βαλιτσάρα και τις τσαντάρες της γιαγιάς μου της Κασσιανής που είχανε από τρεις αλλαξιές βρακιά και κασκορσεδάκια δικά μας που οι άλλοι άνθρωποι τα λέγανε φανελάκια αλλά εμείς τα λέγαμε έτσι, τα νυχτικά μας καθώς και τα παντοφλοπέδιλά μας και τα λοιπά απαραίτητα ρούχα όπως άμα πηγαίναμε κανονικό ταξίδι και οπωσδήποτε είχανε και όλα τα πανιά που είχε ψωνίσει η γιαγιά μου η Κασσιανή για να ραφτεί μαζί με τα κουμπιά και τα φερμουάρ και τις φόδρες και όλα τα τσουρούκου μουρούκου κι άμα μας άκουγε να λέμε τα πανιά γινότανε τούρκα γιατί αυτή είχε ψωνίσει υφάσματα και όχι πανιά κι έπρεπε επιτέλους να μάθουμε να μιλάμε σαν παιδιά με καλή ανατροφή. 
Εκεί στη στάση που φτάναμε μπρος εμείς και πίσω η Μαριέττα με το μπαμπά μας επειδή βαριόμασταν αρχίζαμε να δερνόμαστε με τον αδελφό μου και άμα ερχότανε το λεωφορείο μπαίναμε μέσα εμείς δαρμένοι μαζί με τα τσουρούκου μουρούκου και ησυχάζαμε γιατί μας αγριοκοίταγε και η γιαγιά μου η Κασσιανή και ο εισπράκτορας που είχε ένα μικρόφωνο μπροστά του κι έλεγε τις στάσεις Σίδερααα φύγεεεε Ηβηηηηη φύγεεεε Κανατάδικααα φύγεεεε Αμαρούσιον φύγεεεε και μετά Τέρμααα Κηφισιάαα τέρμααααα κι εκειπέρα κατεβαίναμε πια επιτέλους ζαλισμένοι σαν τα κοτόπουλα γιατί η γιαγιά μου η Κασσιανή κάθε λίγο και λιγάκι μας έλεγε κοιτάξτε τούτο και κοιτάξτε κείνο κι εκατό φορές μας είχε δείξει τα ίδια και τα ίδια και τα είχαμε μάθει απέξω κι ανακατωτά πια και είχαμε σκυλοβαρεθεί.

Το τέρμα των λεωφορείων της Κηφισσιάς - Αλσος. 
Αφού τελείωνε το Ψυχικό και η Φιλοθέη βλέπαμε τα Σίδερα Χαλανδρίου δηλαδή δεν είχε πουθενά σίδερα και κανένας δεν μας έλεγε γιατί το λένε έτσι μετά βλέπαμε αριστερά τη σχολή Ζηρίδη που ήθελε στην αρχή να μας γράψει η μαμά μας αλλά μετά δεν μας έγραψε μετά βλέπαμε ένα σωρό μαρμαράδικα μετά δεξιά το εργοστάσιο της Ηβης με τις πορτοκαλάδες και μετά όλος ο δρόμος ήτανε γεμάτος χιλιάδες κανατάδικα που ποτέ δεν αδειάζανε γιατί φαίνεται δεν θα ψώνιζε κανένας μετά βλέπαμε παραπάνω το εργοστάσιο με τις κάλτσες Μπερκσάιρ και μετά μπαίναμε στο Μαρούσι κι άρχιζε άλλο μαρτύριο να μας δείχνει η γιαγιά μου η Κασσιανή το δημαρχείο που ήταν γνωστός της ο δήμαρχος ένας με μια μυτάρα νααα που τον λέγαμε ο Μυτάρας και μετά βγαίναμε από το Μαρούσι και μας έδειχνε το κτήμα του Συγγρού που ήτανε εθνικός ευεργέτης και τον είχαμε βαρεθεί κι αυτόν με τόσες ευεργεσίες που είχε κάνει κι έπρεπε εμείς να τις μάθουμε όλες απέξω γιατί μας ρώταγε κιόλας το τέρας η γιαγιά μου η Κασσιανή. Εκειπέρα ακριβώς έβγαζε ο αδερφός μου από την τσέπη του τη σοκολάτα που είχε κλέψει από τη Μαριέτα που μας της έδινε μία μία να μη χαλάσουνε τα δόντια μας κι αυτός τις βούταγε κρυφά κι άμα πηγαίναμε στην Κηφισιά φαίνεται πείναγε μόλις άκουγε για τον εθνικό ευεργέτη και άρχιζε να τη μασουλάει με τρόπο και κόλλαγε τη μούρη του στο τζάμι κι έκανε ότι έβλεπε έξω.
Και σα να μη φτάνανε αυτά απέναντι από το κτήμα του Συγγρού ήτανε άλλο κτήμα του Συγγρού δηλαδή ένα ήτανε αλλά το έκοψε η Κηφισσίας και εκεί μέσα ήτανε το Αμαλίειον Ορφανοτροφείον δωρεά κι αυτό του Συγγγού και της Βασίλισσας αυτηνής του Οθωνα που δεν έκανε παιδιά η καϋμένη και όταν έπεσε χολέρα στην Αθήνα το 1855 η καλή βασίλισσα και άλλες καλές κυρίες σαν τη Μαρία Υψηλάντη που ήτανε και πριγκίπισσα πήρανε ορφανά κοριτσάκια και τα ταϊζανε και τα μαθαίνανε γράμματα και φτιάξανε αυτό το ορφανοτροφείο δηλαδή πρώτα το είχανε κάτω στην Αθήνα και μετά το μεταφέρανε εδώ πάνω και θαυμάζαμε εμείς οι μικροί πώς το μεταφέρανε κοτζάμ κτίριο τεράστιο και μετά απ' αυτό ήτανε το ΚΑΤ που είχε πάει κι ο παππούς μου ο Δημητράκης όταν είχε σπάσει το πόδι του κι απέναντι ήτανε η Σχολή Αναβρύτων που πηγαίνανε οι πρίγκηπες και είχε τελειώσει και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος που τον λέγανε και μεγαλειότατο κι αυτός δεν έκανε σκονάκια στο σχολείο του όπως μας έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή αλλά εμείς δεν το πιστεύαμε γιατί μια φορά που τον είχαμε δει από κοντά στην παρέλαση μας φάνηκε ντιπ χαζός και οι χαζοί πάντα κάνουνε σκονάκια αλλά δεν ξέραμε αν οι μεγαλειότατοι κάνουνε μεγαλειότατα σκονάκια.

Φορτηγό μεταφοράς του πρώτου εργοστασίου ΗΒΗ στο Μαρούσι
Αμα έδινε ο Θεός και φτάναμε καμμιά φορά στην Κηφισιά σαν τα ζαλισμένα κοτόπουλα από τόση γεωγραφία και ιστορία που μας είχε γαζώσει το κεφάλι η γιαγιά μου η Κασσιανή κάτω μας περίμενε με την άμαξα που τη λέγανε και μόνιππο πάντα ο κύριος Λαλάκης ο αμαξάς με τις μουστάκες του που δεν τον χώνευε καθόλου ο αδερφός μου αλλά εγώ τον αγαπούσα πάρα πολύ γιατί με σήκωνε στον αέρα και μου έκανε ωωωωωπ και με έβαζε δίπλα του να κρατάω τα γκέμια του αλόγου που η γιαγιά μου η Κασσιανή τα έλεγε ηνία κι εγώ της έλεγα ηνία και σχοινία να σε δέσουνε και δε φοβόμουνα καθόλου όχι σαν τον αδερφό μου το χέστη.
Μετά από μένα ο κύριος Λαλάκης που το άλλο του όνομα ήτανε Κανούσης  φόρτωνε όλα τα τσουρούκου μουρούκου δηλαδή τις τσαντάρες τη βαλιτσάρα και τα λοιπά που ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν τα λοιπά αλλά όλα τα φόρτωνε ο κύριος Λαλάκης στην καρότσα και στο τέλος έβαζε και τη γιαγιά μου την Κασσιανή που στρογυλοκαθότανε στη θέση της σαν τη βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας που είχα δει σ' ένα περιοδικό αλλά ο αδερφός μου έλεγε ποια Βικτωρία ρε βλαμμένο αυτή σαν το Βούδα είναι. 
Εμένα μ' άρεσε εκεί ψηλά και ο κύριος Λαλάκης μ' έλεγε πριγκηπέσα μου αλλά στεναχωριόμουνα κιόλας λίγο γιατί είχα πιάσει φιλίες με όλους τους αμαξάδες εκειπέρα και τα άλογά τους το Μπάλιο, τον Τόνι, την Αργυρούλα, τη Χνουδωτή, το Θοδωράκη και άμα με βλέπανε χλιμιντρίζανε και τους έδινα ζαχαρίτσες δηλαδή τα άλογα χλιμιντρίζανε όχι οι αμαξάδες.  
Οι αμαξάδες όμως που ήτανε φίλοι μου μου κάνανε πολλές χαρές κι εγώ τους είχα εξηγήσει ότι ο κύριος Λαλάκης ήτανε φίλος της γιαγιάς μου της Κασσιανής και γιαυτό παίρναμε μόνο αυτόν αλλά τους αγαπούσα κι αυτούς και τότε εκείνοι λέγανε πω πω τι θα γίνει αυτό το διαολάκι άμα μεγαλώσει κι από τότε κάθε φορά που με βλέπανε με φωνάζανε διαολάκι δεν ξέρω γιατί αλλά μου 'μεινε .....
Ο Λαλάκης Κανούσης με το χιονάτο του άλογο
Μετά ο κύριος Λαλάκης ρωτούσε αν είμαστε έτοιμοι και ξεκινάγαμε τάκα τάκα τα πεταλάκια και ντρίγκι ντρίγκι τα κουδουνάκια του αλόγου που ήτανε κάτασπρο σαν το χιόνι όπως το άλογο που πήγε τη Σταχτοπούτα στο χορό και γνώρισε το πριγκηπόπουλο κι έλεγα κι εγώ μέσα μου πως μ' αυτό το άλογο θα πάω σε χορό άμα μεγαλώσω αλλά δεν τόλεγα του αδερφού μου γιατί αυτός ήτανε αγόρι και όλα τα αγόρια που ήξερα ήτανε χαζά και κοροϊδεύανε άμα τους έλεγες τέτοια πράματα. 
Και μόλις ξεκινάγαμε αρχίζαμε άλλη Γεωγραφία με τη γιαγιά μου την Κασσιανή ν' ανεβαίνουμε την οδό Κασσαβέτη και όχι την οδός Κασσαβέτη που λένε κάτι αγράμματοι κι εγώ είχα μάθει όλους τους δρόμους απέξω κι ανακατωτά από κάτω την οδό Κασσαβέτη στρίβαμε αριστερά στη οδό Λεβίδου και μετά δεξιά στην οδό Κολοκοτρώνη μέχρι να φτάσουμε στο Κεφαλάρι στον Πλάτανο που εκειπέρα περνάγαμε απέναντι στο ξενοδοχείο Απέργη που αφήναμε πρώτα τη βαλιτσάρα γιατί εκεί μέναμε τα βράδια και μετά συνεχίζαμε από την οδό Δεληγιάννη βγαίναμε αριστερά στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και μετά δεξιά στην οδό Ηούς που έμενε η κυρία Νταίζη. Αυτή τη γεωγραφία όμως την έκανα όλη μόνη μου γιατί ο αδελφός μου όλη την ώρα χάζευε και ήθελε να κατεβεί στο καφενείο του Παρδάλη στον Πλάτανο να πιει νερό και να κατουρήσει γιατί όλη την ώρα έλεγε κοράκιασα κοράκιασα και κατουριέμαι κατουριέμαι κι εγώ τούλεγα σκάσε βρε βλάκα θα μας κάνεις ρεζίλι γιατί ένα περίεργο πράμα στην Κηφισιά με πιάνανε οι καλοί μου τρόποι και η γιαγιά μου η Κασσιανή πολύ χαιρότανε και τον αγριοκοίταγε αυτόν που όλο κοράκιαζε και κατουριότανε.
Εκείνη τη φορά που πηγαίναμε πάλι εκδρομή στην Κηφισιά η γιαγιά μου η Κασσιανή είχε κουβαλήσει μαζί της ένα μωβ συκλαμέν μεταξωτό για σεμιζιέ ένα μπλε λινό για ταγιέρ κάτι άλλα πανιά για τις καλοκαιρινές της φούστες  και διάφορα παρδαλά για τα δικά μου τα φουστάνια και τα μπανιεροβρακιά αυτά που μου φοράγανε στην πλαζζζζ και είμαστε και οι δυό πολύ χαρούμενες και τα πουλάκια κελαϊδούσαν γλυκά γιατί μόνο αυτή τη δουλειά ξέρανε να κάνουνε αυτά στις ανθισμένες πασχαλιές κι εγώ καμάρωνα καθισμένη δίπλα στον κύριο Λαλάκη και μάθαινα να κάνω στράκες με το καμουτσίκι ενώ το βλάκα τον αδερφό μου τον είχε πάρει ο ύπνος από το πολύ πεϊνιρλί που είχε χλαπακιάσει στου Παρδάλη.


Ο κύριος Λαλάκης επειδή όταν ήτανε παιδί είχε γνωρίσει το Σπύρο Λούη αυτόν που ήτανε ολυμπιονίκης είχε μια μανία να μου λέει συνέχεια για ευγενή άμιλλα στους Ολυμπιακούς Αγώνες και νευρίαζα γιατί εγώ ήξερα ότι το άμυλο δεν έπρεπε να το τρώει ο παππούς μου που είχε ζάχαρο ο άλλος όχι ο Δημητράκης και και για το Σπύρο Λούη μου έλεγε που ήτανε νερουλάς στο Μαρούσι και εντελώς χωριάτης δηλαδή κι ας ήτανε Ολυμπιονίκης και μετά πιάνανε κουβέντα με τη γιαγιά μου την Κασιανή που τον είχε καλέσει ο Χίτλερ στη Γερμανία το Σπύρο Λούη τότε με τους Ολυμπιακούς και τέτοια που δεν πολυκαταλάβαινα αλλά μετά έλεγε ο κύριος Λαλάκης ότι αυτός ο Λούης έχει έναν εγγονό που καμμιά μέρα θα πουλήσει και το κύπελλο του παππού του για να βγάλει λεφτά και η γιαγιά μου η Κασσιανή έκανε μπααα και τς τς τς. 
Εκείνη την ημέρα όμως που θα έραβε η γιαγιά μου η Κασσιανή το μωβ συκλαμέν σεμιζιέ εμένα μου έχει έρθει μια έξαψη στο δρόμο και όλο όρθια σηκωνόμουνα και ρώταγα διάφορα πράγματα τον κύριο Λαλάκη κι αυτός με τραβούσε από τη φούστα να κάτσω κάτω μην πέσω και η γιαγιά μου η Κασσιανή από πίσω με κράταγε από την ζακέτα και με τράβαγε κι αυτή μην πέσω. Αυτή η έξαψη μου είχε έρθει επειδή έβλεπα ένα αεροπλάνο στον ουρανό και φαινότανε να έχει ουρά άσπρη από πίσω του κι έλεγα του κυρίου Λαλάκη κοίτα κοίτα κύριε Λαλάκη και τον σκούνταγα και τον έσπρωχνα να κοιτάει το αεροπλάνο με την άσπρη ουρά στον ουρανό. Κοίταγε και ο κύριος Λαλάκης και φαίνεται πολύ του άρεσε κι αυτουνού και ντρίγκι ντρίγκι ντρίγκρι τα κουδουνάκια τάκα τάκα τάκα τα πεταλάκια στο δρόμο πηγαίναμε πολύ ωραία και βλέπαμε το αεροπλάνο και ξύπνησε κι ο αδερφός μου και κοίταγε κι αυτός και χαζεύαμε όλοι μαζί τι ωραίο που ήτανε το αεροπλάνο που έκανε βόλτες στον ουρανό κι εμείς που κάναμε βόλτες στο δρόμο με το Χιονάτο και η κολώνια της γιαγιάς μου της Κασσιανής και τα δέντρα και τα πουλάκια και το πεϊνιρλί και ο κύριος Λαλάκης.

τάκα τάκα τα πεταλάκια ντρίγκι ντρίγκι τα κουδουνάκια του Χιονάτου στην Κηφισιά του 66

Εκείνη τη στιγμή η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και μ' έπιασε κάτι σαν να ήθελα να κλάψω αλλά δεν έκλαιγα και ήθελα να τους καρφιτσώσω όλους και να τους βάλω στο λεύκωμά μου που έβαζα τις πεταλούδες και να μείνουν εκειπέρα για πάντα αυτή ακριβώς τη στιγμή η γιαγιά μου η Κασσιανή και ο κύριος Λαλάκης μαζί με το Χιονάτο που ανέμιζε η χαίτη του και εγώ να πετάξω στον ουρανό με το αεροπλάνο όμως μετά ξαφνικά ακούστηκε ένα ντρουκ ντρουκ για λίγο και μετά πάλι ένα κριιιιιιτςςςςς κριιιιιιτςςςςς γκρόοοοιιιιιντςςςςςςςςςς κι αρχίσαμε να κουνιόμαστε στραβά και λοξά κι ο αδερφός μου άρχισε να φωνάζει θα πέσουμε θα πέσουμε κι εγώ τούλεγα σκάσε βλάκα και η γιαγιά μου η Κασσιανή σταυροκοπιότανε και ο κύριος Λαλάκης έκανε αμάν και μετά μην πανικοβάλλεσθε κυρία και προσπαθούσε να σταματήσει το Χιονάτο που τόχε πιάσει πείσμα και δεν σταμάταγε με τίποτα κι άρχισε να τρέχει σαν παλαβό όπως εμείς όταν παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους.
Βρε τι μπρρρρρ τούκανε ο κύριος Λαλάκης τι ώπαααααα τι τράβαγε τα γκέμια τίποτ' αυτό τι πριτς πριτς τούκανε ο αδερφός μου κι εγώ του φώναζα τι πριτς βρε δεν θέλει να κάνει κακά του το άλογο να σταματήσουμε θέλουμε τι το πατερημών έλεγε η γιαγιά μου η Κασσιανή τίποτα το Χιονάτο... να τρέχουμε και να κάνουμε ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ σαν τα βραχιόλια της Γερακίνας που είχαμε μάθει το χορό στο σχολείο κι ο αδερφός μου να φωνάζει γιαγιάαααααααααααα θα πέεεεεεσουμε κάτωωωωωωωωωωω και η γιαγιά μου η Κασσιανή να ουρλιάζει Λαλάκηηηηηη τα παιδιάααααα κι εγώ να βαράω στράκες με το καμουτσίκι γιατί πολύ μου άρεσε αυτό το τρελλοκομείο που γινότανε και φώναζα όρμααα Χιονάτοοοοο όρμααα και τους φάγαμεεεε όλουυυυυςςςςς κι αντί να πάμε στην οδό Ηούς μουρλάθηκε το Χιονάτο κι έστριψε μόνο του για τον Κοκκιναρά που ήτανε ερημιά και είχε πολλές λάσπες κι εκεί πέρα κολλήσαμε και σταμάτησε το Χιονάτο επιτέλους και κατέβηκε ο κύριος Λαλάκης να δει τι πάθαμε και είπε ότι στράβωσε λίγο ο άξονας και είχανε σπάσει δυο ακτίνες αλλά να μη φοβόμαστε δεν ήτανε πολύ κακό.
Τότε τον αδερφό μου τον πιάσανε όλα μαζί και δίψαγε και κατουριότανε και πείναγε και η γιαγιά μου η Κασσιανή του είπε σταμάτα παιδί μου να δούμε τι θα γίνουμε θα μας φάνε οι αρκούδες εδώ πάνω και ο αδερφός μου μόλις άκουσε για τις αρκούδες άρχισε να κλαίει γιατί δεν ήθελε να τον φάνε αυτόνε κι έλεγε να σας φάνε εσάς οι αρκούυυυυυυδεεεεες όχι εμέεεεεναααα και ο κύριος Λαλάκης του είπε βρε οι άντρες δεν κλαίνε αλλά ο αδερφός μου έλεγε εγώωωω όμωωωως κλαίωωωω και η γιαγιά μου η Κασσιανή έβγαλε τη σύνοψη που την είχε πάντα μαζί της κι άρχισε να διαβάζει τον πεντηκοστό ψαλμό επί πλείον πλύνον με από της αμαρτίας μου όπως έκανε πάντα άμα το σπίτι μας πάθαινε καμμιά καταστροφή μεγάλη και μούλεγε να το λέω κι εγώ μαζί της φαίνεται για να πιάσει πιο καλά η προσευχή αλλά εγώ ήθελα να βοηθήσω τον κύριο Λαλάκη να βάλει ένα ξύλο που προσπαθούσε στη ρόδα για να ξεκινήσουμε καμμιά φορά και ήμουνα πολύ γενναία και δεν φοβόμουνα καθόλου τις αρκούδες της Κηφισιάς γιατί είχα πολλές γούνινες στο δωμάτιό μου και ήξερα πολύ καλά από αρκούδες.



  
Εδωσε ο Θεός καμμιά φορά όπως έλεγε και η Μαριέττα μας αλλά ποτέ δεν καταλάβαινα τι έδινε ο Θεός κάθε φορά τέλος πάντων και ξεκινήσαμε και η γιαγιά μου η Κασσιανή είπε Βαγγελίστρα μου τί 'ταν τούτο σήμερα και φτάσαμε στη κυρία Νταίζη κι εκειπέρα μόλις μας είδανε μας δώσανε παντόφλες να φορέσουμε γιατί τα παπούτσια μας είχανε γεμίσει λάσπη και βάλανε τα γέλια κάτι κοπέλλες που δουλεύανε εκεί και μου ήρθε να τους αστράψω μια στα μούτρα που γελάγανε αυτές μαζί μας που είχαμε ζήσει τέτοια σπουδαία περιπέτεια πιο σπουδαία κι από του Ροβινσώνα αλλά επειδή ήτανε ξένες αυτές την άστραψα του αδερφού μου γερή γερή κι αυτός άρχισε να ουρλιάζει θέλω τη μαμάαααα μου να με πάτε τώρα σπίτι μουυυυυυ δεν ξανάρχομαι μαζί σαςςςςςςςς παλιογιαγιάαααα και είδαμε και πάθαμε να τον συνεφέρουμε για να ξεκινήσει η πρόβα επιτέλους για τα φουστάνια μας αλλά πρώτα μας βγάλανε τσάι και μπισκοτάκια φαίνεται για να συνέλθουμε.
Η κυρία Νταίζη και η γιαγιά μου η Κασσιανή γνωριζόντουσαν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όπως έλεγε ο μπαμπάς μου και όταν το ακούσαμε αυτό πρώτη φορά ο αδελφός μου είπε να πάρουμε μαζί το νεροπίστολο να την καταβρέξουμε αυτήν  που είχε ανοίξει πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην γιαγιά μου την Κασσιανή και μπορεί να άνοιγε και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αν δεν της δίναμε ένα καλό μάθημα κι έτσι την πρώτη φορά που την είδαμε αυτή την κυρία Νταίζη την κάναμε μούσκεμα με τα νερομπίστολά μας και η γιαγιά μου η Κασσιανή έλεγε παλιόπαιδα θα με πεθάνετε και η κυρία Νταίζη έλεγε δεν πειράζει δεν πειράζει νεράκι είναι και μετά σκεφτήκαμε αφού δεν την πειράζει το νεράκι την άλλη φορά να της ρίξουμε το ζουμί από τα χόρτα που βράζει η Μαριέτα και ήταν μπλιαξ πικρό αλλά τελικά ήτανε πολύ καλή κυρία η κυρία Νταίζη και έτσι γλύτωσε το κατάβρεγμα με το χορταρόζουμο και μετά μας άρεσε πολύ να πηγαίνουμε στο ατελιέ της που ήταν όλο μεταξωτά και βελούδινα πανιά και κλωστές και ψαλίδια και μηχανές Σίγκερ και κοπέλλες και περιοδικά και άλλα ωραία πράματα μέσα και πηγαίναμε με τον αδελφό μου και τρίβαμε τα μούτρα μας στα βελούδινα πανιά όταν ήμασταν πιο μικρά όχι μετά που μεγαλώσαμε.
Ητανε τόσο καλή η κυρία Νταίζη που μου είχε φτιάξει την πιο ωραία στολή Κοκκινοσκουφίτσας που υπήρχε στον κόσμο και την καμάρωνε η γιαγιά μου η Κασσιανή γιατί ήτανε λέει από μεταξωτό γαλλικό σατέν με κορσάζ βελούδινο κεντημένο στο χέρι με πούλιες και χάντρες και δαντελένια ποδίτσα ένα μιράκλ αληθινό που δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράμα κι επειδή ήτανε τόσο ωραία εγώ έπρεπε να τη φοράω πολλά χρόνια μέχρι που δε μου χώραγε πια και μετά μου έραψε μια άλλη η κυρία Νταίζη βασίλισσα της νύχτας με γαλάζια τούλια και μαύρο βελούδινο φόρεμα πάλι κεντημένο τέλος πάντων.


Μετά μάθαμε από τη μαμά μας ότι η γιαγιά μου η Κασσιανή με την κυρία Νταίζη τρέχανε μαζί σε κάτι παρελάσεις μόδας δηλαδή επιδείξεις το λέγανε αλλά σαν παρέλαση κάνανε με φουστάνια όχι αυτές οι ίδιες αλλά κάτι ωραίες κοπέλλες και αυτές πηγαίνανε και κοιτάγανε γιατί τους αρέσανε τα φουστάνια που κάνανε παρέλαση και άμα θυμόντουσαν αυτές τις παρελάσεις λέγανε κι οι δυο μαζί αχ η δεκαετία του πενήντα αχ η δεκαετία του πενήντα και αναστενάζανε και μετά γελούσανε και λέγανε κάτι δικά τους θυμάσαι την Μπέττυ που πήρε τον χοντροαμερικάνο θυμάσαι την Παυλίδου που είχε φορέσει στο Χορό των Συντακτών την ίδια τουαλέττα με την Κυβέλη κι έγινε η Κυβέλη έξω φρενών γιατί την είχε φέρει δήθεν από το Παρίσι θυμάσαι που ήρθε η Πιαφ στην Αθήνα κι ερωτεύθηκε το Χορν τι παιδί κι αυτός ο Τάκης κι εγώ έστηνα αυτί να τις ακούσω γιατί αυτά που λέγανε είχανε χρυσόσκονη όπως βάζουμε στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και όπως φαίνεται θα ήτανε πολύ ωραία αυτή η δεκαετία του πενήντα και περνάγανε πιο καλά τότε η γιαγιά μου η Κασσιανή με την κυρία Νταίζη και άμα τις άκουγε η Μαριέττα μας μου φαίνεται ότι μουρμούριζε τρέχανε οι τρελλόγκες στις επιδείξεις μόδας και στους χορούς οληνύχτα αλλά δεν ήμουνα σίγουρη ότι το είπε έτσι η Μαριέττα μας γιαυτό δεν τη μαρτύρησα σε κανέναν.

αχ η δεκαετία του πενήντα ... στις παρελάσεις με τα φουστάνια..
....η γιαγιά Κασσιανή με την κυρία Νταίζη
Τέλος πάντων εκείνη την ημέρα που είχαμε πάει να ραφτεί η γιαγιά μου η Κασσιανή μετά τα τρεχαλητά του Χιονάτου και τις αρκούδες που ευτυχώς δεν μας φάγανε και τις λάσπες που πέσαμε κάναμε την πιο ωραία πρόβα γιατί μας είχανε στα ώπα ώπα στης κυρίας Νταίζης και πολύ μας περιποιόντουσαν ειδικά εμάς τους μικρούς και μας βγάλανε και πορτοκαλάδα με ωραίες σοκολάτες από την Ελβετία γιατί η κυρία Νταίζη είχε πάντα ελβετικές σοκολάτες στο σπίτι της και πολύ μας αρέσανε κι εκείνη την ημέρα ο αδερφός μου έφαγε καμμιά δεκαριά που δεν τον έβλεπε κανείς και μετά από λίγη ώρα άρχισε η κοιλιά μου η κοιλιά μου και τότε τον ποτίσανε τσάι και του πέρασε να μην έχουμε χειρότερα όπως όταν έκανε πριτς πριτς του Χιονάτου. 
Εμείς οι γυναίκες δηλαδή εγώ και η γιαγιά μου η Κασσιανή ξαπλαρωθήκαμε στους καναπέδες με τις παντόφλες που μας είχανε δώσει και κοιτάγαμε τα πατρόν στα περιοδικά που είχε φέρει η κυρία Νταίζη από το Παρίσι και πίναμε τσάι κι εμένα μου αρέσανε τα μπισκοτάκια βουτύρου που τάτρωγα δύο δύο και μούκανε νόημα η γιαγιά μου η Κασσιανή μη μπουκώνεσαι έτσι παιδί μου δεν είναι ευγενικό και μετά τάτρωγα ένα ένα γιατί έτσι κάνουνε τα καλά παιδιά και είχαμε απλώσει και τα πανιά που τα λέγανε υφάσματα στους άλλους καναπέδες απέναντι και τα χαζεύαμε μαζί με τα περιοδικά Λα Μοντ Φεμινίν και Λε Πετίτ Εκό ντε λα Μόντ που ήτανε στα Γαλλικά........


......και η κυρία Νταίζη έλεγε της γιαγιάς μου Κασσιανή μου αυτό θα σου πηγαίνει τρέλλα εβαζάρει κάτω και σε κομψαίνει και το μπούστο του είναι ανφόρμ θα σε κολακεύει που είσαι στητή εσύ και η γιαγιά μου η Κασσιανή της έλεγε Νταίζη μου δεν πιστεύω να με μεγαλώνει και η κυρία Νταίζη της έλεγε δεν έχεις ηλικία εσύ Κασσιανή μου κοριτσάκι φαίνεσαι ακόμα και όλο τέτοια λέγανε και απλώνανε τα φερμουάρ και τα κουμπιά και τις φόδρες στο μεγάλο τραπέζι μαζί και μετά η γιαγιά μου η Κασσιανή στηνότανε μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη και η κυρία Νταίζη της έριχνε πάνω στον ένα ώμο το μωβ συκλαμέν και στον άλλο ώμο το μπλε λινό και την έκανε σαν περίπτερο με πανιά αλλά της γιαγιάς μου της Κασσιανής φαίνεται της άρεσε γιατί καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι στον καθρέφτη πολλή ώρα αλλά όμως αλήθεια της πηγαίνανε πολύ ωραία αυτά που έβαζε πάνω της.
Τότε εμένα μου φαινότανε σαν να μην ήτανε η γιαγιά μου η  Κασσιανή αλλά μια άλλη κυρία πολύ όμορφη όπως στο σινεμά και πολύ μου άρεσε που η γιαγιά μου η Κασσιανή δεν ήτανε πολύ γριά σαν των άλλων παιδιών κι έραβε τόσο ωραία ρούχα κι ας την κοροϊδεύαμε με το βλάκα τον αδερφό μου και τότε με πιάνανε τα κλάμματα και θυμόμουνα που της βγάζαμε το λάδι στο σπίτι και της κάναμε τα μαρτύρια του Ιησού Χριστού που έλεγε κι η Μαριέτα μας και χωνόμουνα στην αγκαλιά της την ώρα που έκανε πρόβα και της έλεγα πόσο σ' αγαπάω γιαγιούλα μου κι αυτή τσίριζε κι έλεγε μπα σε καλό σου τι έπαθες πουλάκι μου κάτσε χρυσό μου να τελειώσω θα καρφιτσωθούμε εδώ πέρα ήμαρτον κύριε κάτσε φρόνιμα παιδί μου θα με τσαλακώσεις και τέτοια και τότε εγώ ορκιζόμουνα μέσα μου ότι δεν θα την ξανασκάσω ποτέ αυτή τη γιαγιά που μυρίζει τριαντάφυλλο.

Το καλό της τσαντάκι με το μαντηλάκι και την πουδριέρα... όπως έμεινε !
Κι αφού τελειώσανε πια με το σεμιζιέ και το ταγιέρ και τις φούστες της γιαγιάς μου της Κασσιανής και φαινόντουσαν πολύ ευχαριστημένες και είχανε βάλει κάτω τα πανοϋφάσματα και τα είχανε κόψει και αρχίζανε οι κοπέλλες μέσα να κάνουνε σημαδάκια με ένα μικρό σαπουνάκι κι εγώ έλεγα τι βλαμμένες είναι αυτές που λερώνανε τέτοια ωραία πανιά μετά ερχότανε η δικιά μου σειρά να μου ράψουνε τα καλοκαιρινά μου και πολύ μου άρεσε να διαλέγω ρούχα όπως και στις άλλες συμμαθήτριές μου και το κάναμε κι εμείς για τις κούκλες μας κι εκείνη τη χρονιά μου είχε κολλήσει να μου ράψουνε ένα κόκκινο φουστάνι και ένα μπέιμπι ντολ μαζί με τα μπανιεροβρακιά που η κυρία Νταίζη τα έλεγε κοστύμ ντε μπαιν και ήτανε πολύ της μόδας και τα φοράγανε τα κορίτσια στην αμμουδιά για να κάνουνε βόλτα και άμα κάναμε βόλτα δεν κάναμε παρέα με τ΄αγόρια και ο αδερφός μου με τους φίλους του μας κοροϊδεύανε και μεις δεν τους δίναμε καθόλου σημασία γιατί ήτανε ηλίθια και μωρά και δεν ξέρανε από γυναικεία πράγματα και δεν τους χωνεύαμε καθόλου άμα φοράγαμε τα καλά μας και κάναμε τις μεγάλες κυρίες.

                                    

Οταν τελείωνε πια η πρόβα στην κυρία Νταίζη ερχότανε πάλι ο κύριος Λαλάκης με το Χιονάτο να μας πάρει τάκα τάκα τα πεταλάκια ντρίγκι ντρίγκι τα κουδουνάκια να μας πάει στο ξενοδοχείο να φάμε και να κοιμηθούμε και το απόγευμα μας κατέβαζε στου Βάρσου για πάστα γιατί τρελλαινόμαστε με τον αδερφό μου για τις σοκολατίνες του Βάρσου και τρώγαμε δύο ο καθένας κάθε απόγευμα όσο κρατάγανε οι πρόβες και μας άνοιγε η όρεξη και μετά θέλαμε και σουβλάκια από του Πόποτα που ήτανε λίγο παραπάνω απέναντι και η γιαγιά μου η Κασσιανή ξεφώνιζε ότι δεν τρώνε έτσι τα καλά παιδιά και πρώτα έπρεπε να φάμε τα σουβλάκια και μετά τις πάστες και θα γίνουμε γουρούνια στο τέλος αλλά εμείς τα τρώγαμε πάντα ανάποδα και ποτέ δεν πάθαμε τίποτα ούτε γουρούνια γίναμε γιατί δεν είμαστε ροζ με κατσαρή ουρά και μετά θέλαμε και γιαούρτι από τον Ανθό Κηφισιάς που ήτανε δίπλα στου Βάρσου και μπαστακωνόμαστε στα τραπεζάκια του Νικολέλη για γιαούρτι μέχρι τα μεσάνυχτα και κάναμε και γιαουρτομαχίες γιατί το μισό γιαούρτι το ρίχναμε ο ένας στον άλλον και της γιαγιάς μου της Κασσιανής της φέρνανε νερά να τη συνεφέρουνε απ' τη σύγχιση κάτι καλοί κύριοι και κυρίες που καθόντουσαν δίπλα μας και άκουσα μια γριά που είπε όπου εισίν παίδες φεύγουσιν οι δαίμονες και μετά ερχότανε πάλι ο κύριος Λαλάκης τάκα τάκα τα πεταλάκια ντρίγκι ντρίγκι τα κουδουνάκια του Χιονάτου να μας πάει στο ξενοδοχείο κι αρχίζαμε τον ύπνο από τις σκάλες που ανεβαίναμε γιατί είχαμε πέσει ξεροί από το πολύ φαί και φαίνεται ότι είχαμε γίνει αληθινά γουρούνια γιατί ο αδερφός μου μετά έκανε χρουουου χρουουου στον ύπνο του σαν τα γουρούνια της θείας Ανθούλας που είχαμε δει στο χωριό το καλοκαίρι.

Πάστες στο Βάρσο και γιαούρτι στον Ανθό Κηφισιάς Νικολέλη το 1966

Κι όταν πια τελειώνανε οι πρόβες και τα ρούχα ήτανε έτοιμα και κρεμασμένα στις κρεμάστρες ερχότανε τότε ο θείος Μπάμπης με την πράσινη Πόντιακ που τη λέγαμε ποντικάρα εμείς και μας πήγαινε σπίτι μας γιατί δε χωράγαμε πουθενά και πως θα τσαλακωνόντουσαν τα καινούργια μας στο λεωφορείο και άρχιζε μια άλλη περιπέτεια με το τέρας τη γιαγιά μου την Κασσιανή να διατάζει το θείο Μπάμπη πρόσεχε Μπάμπη μην τσαλακωθεί το σεμιζιέ πρόσεχε παιδί μου τις φούστες να μην πέσουν απ' τις κρεμάστρες και σιγά να πηγαίνεις στο δρόμο ο μη γένοιτο πάθουμε τίποτα και πέσουν και τα ρούχα κάτω και πρόσεχε Μπάμπη να ασφαλίσεις καλά τις πόρτες και τέτοια και μας έπιανε πάλι το κεφάλι μας και στεναχωριόμαστε που είχαμε φύγει από την Κηφισσιά και είχαμε περάσει τρέλλα με την τρελλή γιαγιά μου την Κασσιανή και την τρελλή κυρία Νταίζη αλλά ξέραμε ότι θα ξαναπάμε πάλι και έτσι μας περνούσε κάπως ο καϋμός.

Από τα χρυσά χεράκια της κυρίας Νταίζης ...
....αριστερά η Σόφη με το μπανιεροβρακί του 1964 και δεξιά η Σόφη με την περίφημη Κοκκινοσκουφίτσα 


Καλό μήνα φίλοι μου !!!

Ερχονται οι γιορτές ...
και βέβαια τα Χριστούγεννα 
της γιαγιάς Κασσιανής έρχονται..!!!


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Sofi's salad με φρέσκο ρόδι

Εχει πεισματώσει η γιαγιά Κασσιανή και δεν βγαίνει με τίποτα. Ετσι έκανε κι όταν ζούσε το τέρας. Το φθινόπωρο μετά τη γιορτή της όλο άσε με και δεν μπορώ, με πονάει η μέση μου άλλαξε ο καιρός και που να τρέχουμε τώρα... όλο τέτοια. Βρε τι της κάναμε τι της ράναμε τίποτα αυτή. Μας έπρηζε όλους στο σπίτι με τις ιδιοτροπίες της. Τα ίδια και τώρα βρε καλή μου βρε κακή μου έλα σε περιμένει τόσος κόσμος να τελειώσουμε εκείνη τη ρημάδα τη διήγηση για τη γιορτή σου μπααα τίποτα το τέρας. Δεν μπορώ παιδί μου σου λέω μη με πιέζεις θα μου ανέβει η πίεση, μου λέει. 
Νάζια, αλλά τι να της πεις μεγάλη γυναίκα; Τέλος πάντων είπα κι εγώ να φτιάξω μια σαλάτα να συνέλθω με φρέσκο ρόδι απ' τη ροδιά της αυλής μου να την ευχαριστηθώ !!!


Σας τη χαρίζω να τη δοκιμάσετε να μου πείτε αν σας αρέσει 



Για 6-8 άτομα


Υλικά:
1 κιλό στήθος κοτόπουλο ή γαλοπούλα κομμένο σε κυβάκια
2 -3 ρόδια
1/2 κιλό μαυρομάτικα φασόλια
Ενα ματσάκι μαϊντανό
Ντοματίνια μικρά
Σαλάτα πράσινη κατσαρή
Σώς μπεαρναίζ (εναλλακτικά λάδι - βαλσάμικο- κρουτόν και τριμμένο τυρί)

Για το μαρινάρισμα

Ελαιόλαδο αρκετό
1 κεφάλι σκόρδο λιωμένο
Πιπέρι (όχι αλάτια)

Παρασκευή
Μαρινάρουμε τα κυβάκια του κοτόπουλου σε ταψί του φούρνου για 3-4 ώρες μέσα στο μείγμα του ελαιόλαδου-λιωμένου σκόρδου και πιπεριού. Το αφήνουμε στο ψυγείο για τις ώρες αυτές. 


Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180 βαθμούς και όπως είναι το ταψί με το μαριναρισμένο κοτόπουλο το βάζουμε στο φούρνο. Αφήνουμε να ψηθεί χωρίς να το σκεπάσουμε με αλουμινόχαρτο και αναμειγνύουμε αρκετές φορές ώστε να ψηθεί καλά από όλες τις πλευρές και να λαδώνονται καλά όλα τα κομμάτια. Μέχρι τώρα δεν έχουμε βάλει αλάτι.
Καθαρίζουμε προσεκτικά τα ρόδια.
Βράζουμε τα μαυρομάτικα φασόλια σε αλατισμένο νερό και τα στραγγίζουμε.
Απλώνουμε τα μαυρομάτικα σε φαρδύ σκεύος (εγώ τα βάζω σε ταψί πυρέξ). Οταν ψηθεί το κοτόπουλο το αλατίζουμε και το στρώνουμε πάνω από τα φασόλια.


Κόβουμε την κατσαρή πράσινη σαλάτα, ψιλοκόβουμε τον μαϊντανό, ρίχνουμε τα ρόδια και τα ντοματίνια. Τέλος βάζουμε τη σως μπεαρναίζ. Μπορούμε βέβαια να βάλουμε λάδι και βαλσάμικο για άλλη γεύση, μαζί με κρουτόν και τυρί τριμμένο.
Αναμειγνύουμε με το κουτάλι απαλά να πάει παντού η σως αλλά να μη λιώσουν τα φρέσκα λαχανικά.
Αν αντί για σως βάλουμε λάδι, βαλσάμικο, κρουτόν και τριμμένο τυρί ξύσμα έχουμε μια εξίσου ωραία παραλλαγή αν δεν σας αρέσουν έτοιμες σως.
Ενα φαγητό για όσους προτιμούν να τρώνε υγιεινά !!!

Φιλάκια πολλά σε όλους σας 

Σόφη 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Του αγίου τρελλοκομείου πότε είναι;

Επειδή αυτή η ιστορία είναι πολύ μεγάλη την χωρίζουμε σε δύο μέρη, άλφον και βήτον που λένε και στα καλά βιβλία. 

Μέρος άλφον

Εμείς στο σχολείο μας είχαμε μάθει ότι έχουμε δύο εθνικές γιορτές τότε που πολεμήσαμε με τους γερμανούς στις 28 Οκτωβρίου και τότε που πολεμήσαμε με τους τούρκους στις 25 Μαρτίου αλλά ο παππούς μου ο Δημητράκης έλεγε ότι έχουμε και άλλη μία εθνική γιορτή στις 7 Σεπτεμβρίου αλλά τότε εμείς του λέγαμε ότι αυτή τη μέρα δεν είχαμε πολεμήσει με κανέναν κι αυτός έλεγε "πως πως αφού γιορτάζει η γιαγιά σας η Κασσιανή εθνική γιορτή είναι".
Αυτό το είχαμε μάθει απέξω κι ανακατωτά γιατί γινότανε της τρελλής στο σπίτι μας δηλαδή ερχόντουσαν όοοολοι οι συγγενείς μας και όλοι οι γνωστοί μας να πούνε χρόνια πολλά στη γιαγιά μου την Κασσιανή μέχρι και κάτι συγγενείς μας απ' τα πέρα αμπέλια που έλεγε ο μπαμπάς μου που δεν ήξερα τι θα πει και επίσης κουτσοί στραβοί που άλλες φορές πηγαίνανε στον Αγιο Παντελεήμονα εκείνη τη μέρα ερχόντουσαν σε μας να φάνε και να πιούνε όπως λέει το τραγουδάκι που παντρεύουνε το Χαραλάμπη και του λένε έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε. 


Ολους αυτούς τους συγγενείς μας τους βλέπαμε μόνο εκείνη την ημέρα στο σπίτι μας και μετά τους ξαναχάναμε μέχρι του χρόνου αλλά αλλοίμονό μας αν λέγαμε κακό γι' αυτούς γιατί η γιαγιά μου η Κασσιανή τους είχε σε μεγάλη εκτίμηση και άμα πέθαινε κανένας και δεν ερχότανε εκείνη τη χρονιά πολύ της κακοφαινότανε κι έλεγε λιγοστεύουμε λιγοστεύουμε αλλά εμείς δεν βλέπαμε να λιγοστεύουμε αλλά κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι ερχόντουσαν και δώστου βάζανε τραπέζια  στις βεράντες και στον κήπο και τρώγανε όλοι αυτοί του σκασμού και πολύ τους άρεσε και μεις τα παιδιά παίζαμε πάρα πολύ ωραία παιχνίδια. 
Σ' αυτά τα πολύ ωραία παιχνίδια ήτανε  δηλαδή τραβολογούσαμε το σκύλο να τον πλύνουμε με το λάστιχο, δερνόμασταν μεταξύ μας, βάζαμε τρικλοποδιές σε κάτι μεγάλους που δεν χωνεύαμε καθόλου και πέφτανε κάτω αυτοί, ανοίγαμε όλα τα συρτάρια της μαμάς μας και φοράγαμε τα κολλιέ και τα τακούνια, πασαλειβόμαστε με σοκολάτες και άλλα γλυκά που βρίσκαμε, κατεβάζαμε τις κούκλες και τις βαφτίζαμε στο κήπο, κουβαλάγαμε τα τραινάκια στην αυλή και γενικά περνάγαμε πάρα πολύ ωραία σε αυτή την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής επειδή λόγω της ημέρας όπως λέγανε οι μεγάλοι κανένας δεν μας μάλωνε γιατί δεν προλάβαιναν να ασχοληθούν με μας είχανε άλλα πράματα να κάνουνε με τόσο κόσμο που ερχότανε και μας κάνανε βέβαια κάτι νοήματα ότι θα τα πούμε μετά και τέτοια αλλά εμείς χαμπάρι δεν παίρναμε και κάναμε ότι μας ερχότανε στο κεφάλι και γενικά το σπίτι γινότανε του αγίου τρελλοκομείου όπως έλεγε πάντα η Μαριέττα μας.



Τέλος πάντων μόλις γυρίζαμε από τις διακοπές στο χωριό αρχίζανε αμέσως οι ετοιμασίες για την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής δηλαδή η γιαγιά μου η Κασσιανή είχε το γενικό πρόσταγμα που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης και μοίραζε τις δουλειές τι θα κάνει ο καθένας μας εκεί μέσα και γινότανε το σπίτι μας κατασκήνωση γιατί έτσι κάνουνε στις κατασκηνώσεις που μοιράζουνε τις δουλειές και ο καθένας κάνει κάτι για να τελειώνουνε όλοι μαζί όπως μια φορά που μας είχανε στείλει και μας κατασκήνωση αλλά εμείς μαλώσαμε με όλα τα άλλα παιδιά και ήρθανε οι δικοί μας και μας πήρανε άρον άρον που δεν ήξερα τι θα πει αυτό το άρον άρον και μου θύμιζε αυτόν τον ψευδό αδελφό του Μωϋσή που είχαμε μάθει στο σχολείο που τον λέγανε Αρόν ή κάπως έτσι.

                          

Τέλος πάντων αυτές τις τρεις τελευταίες μέρες πριν την εθνική γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής το σπίτι μας όπως σας είπα γινότανε κατασκήνωση γιατί εμείς όλοι κοιμόμαστε στην ταράτσα με στρώματα για να μη λερώνουμε λέει τα κρεββάτια μας και κάναμε μπάνιο στο πλυσταριό της ταράτσας για να μη χαλάσουμε τα μπάνια και είχε μεγάλη πλάκα που μέναμε στην ταράτσα επειδή στο σπίτι μας κάνανε λέει Γενική.
Η μάνα μου επειδή δεν έκανε Γενική είχε αναλάβει άλλη δουλειά να κάθεται στο τηλέφωνο με τις ώρες και να τηλεφωνάει σε όλους τους συγγενείς και τους φίλους να τους καλέσει να έρθουνε το Σάββατο στη γιορτή της γιαγιάς μου της Κασσιανής γιατί όλο Σάββατο έπεφτε αυτή η γιορτή και μετά έσβηνε ένα ένα τα ονόματα που έπαιρνε και μετά έκανε ουφ πάει κι αυτό κι έπαιρνε δυο ασπιρίνες κι έλεγε πω πω το κεφάλι μου μ' έπιασε πάω να ξαπλώσω και μάλλον όμως δίκιο είχε γιατί με όλα αυτά τα τηλέφωνα το κεφάλι της γινότανε καζάνι όπως έλεγε γιατί κάτι θείες Μαρίκες και τέτοιες δεν βάζανε γλώσσα μέσα τους και την πρήζανε τη μαμά μας με το μπούρου μπούρου. 


Και μια φορά εγώ θύμωσα πάρα πολύ που η θεία Μαρίκα δεν έλεγε να τελειώσει με το τηλέφωνο και τη ζάλιζε τη μαμά μου και της φώναξα καλέ άντε στο διάολο θεία Μαρίκα αλλά μετά η μαμά μου με έδειρε γιατί δεν έπρεπε λέει να στείλω στο διάολο τη θεία Μαρίκα αλλά εγώ την έστειλα εκεί γιατί δεν ήξερα πού αλλού να τη στείλω για να ησυχάσει η μαμά μου και σκέφτηκα για να εκδικηθώ τη θεία Μαρίκα τη γλωσσού άμα έρθει στο σπίτι μας να βουτήξω με τον αδερφό μου τον κόκορα που είχε κουβαλήσει η ξαδέρφη της Μαριέττας μας από το χωριό και να τον βάλουμε να την τσιμπήσει γιατί κι εμάς μας είχε τσιμπήσει και κλαίγαμε πολλή ώρα μετά.


Επίσης, το επίσης είναι μια ωραία λέξη που έμαθα τώρα τελευταία και όλο την κοτσάρω, επίσης λοιπόν η Μαριέττα μας μαζί με μια ξαδέρφη της που ερχότανε πάντα από το χωριό τέτοιες μέρες βάζανε κάτι περίεργα τσεμπέρια στο κεφάλι και κάνανε λέει αυτή τη Γενική που δεν ξέραμε τι θα πει αλλά ήτανε μάλλον αυτό που αυτές γυρίζανε το σπίτι μέσα έξω όπως λέγανε και αναποδογυρίζανε σαν τρελλές όλα τα στρώματα των κρεββατιών και ανοίγανε όλα τα συρτάρια και βγάζανε έξω τα πράματα και τα ξαναβάζανε μέσα και πλένανε τα παντζουροπαράθυρα και πλένανε μετά τις κουρτίνες τις σιδερώνανε λέει της κόλλας και τις ξανακρεμάγανε η μια πάνω στη σκάλα κι άλλη αποκάτω και κράταγε κι ο παππούς μου ο Δημητράκης την ουρά των κουρτινών να μη σέρνεται κάτω λέει και βγάζανε τα καλύμματα από το σαλόνι κι αρχίζανε τα ουρλιαχτά άμα μας βλέπανε να παίρνουμε φόρα και να πηδάμε στους καναπέδες και μετά περνάγανε χλωρίνη όλα τα πλακάκια και μετά κάνανε παρκέ με την παρκετίνη σε ζε 7 που ήτανε σ' ένα στρογγυλό κουτάκι που πολύ μας άρεσε γιατί άμα άδειαζε μας το δίνανε να παίξουμε και μοσχομύριζε γιαγιά Κασσιανή και Μαριέττα και Μανούλα. Κι όταν τελειώνανε αυτά μετά κλείνανε τη σαλοτραπεζαρία να μη μπαίνει κανένας και στρώνανε στα κρεββάτια τα πιο καλά σεντόνια και τα κεντητά και βάζανε τις πιο ωραίες πετσέτες που είχαμε στα μπάνια κι αυτά όλα λέει τα κάνανε για τους ξένους αλλά εμείς ξέραμε ότι οι ξένοι δεν θα κοιμόντουσαν στα κρεββάτια μας όμως έπρεπε λέει να είναι καλοστρωμένα με τα καλύτερα που είχαμε στο σπίτι μας.
                         

Κι άμα τελειώνανε πια αυτές τελείως όλες τις δουλειές πέφτανε και οι δυό μαζί ξερές σ' ένα μπαουλοντίβανο που είχαμε στο χωλ και κάνανε ουφ Παναγία μου δόξα σοι ο Θεός τελειώσαμε με υγεία να χαρούμε και του χρόνου και ο αδελφός μου έλεγε καλέ τρελλές είναι αυτές τους αρέσει να ψοφάνε στην κούραση κι αυτές γελάγανε κι η ξαδέρφη της Μαριέττας μας απ' το χωριό τούλεγε άντε βρε μπερμπάντη στις χαρές σου και δεν ξέρω γιατί με νευρίαζε πολύ αυτή η κουβέντα και δεν την πολυχώνευα αυτή την ξαδέρφη της Μαριέττας μας γιατί έλεγε τον αδερφό μου μπερμπάντη κι εμένα μ' έλεγε κοκκώνα μου κι έλεγα με τις φίλες μου ότι αυτή ήτανε βλάχα σίγουρα.




Κι όταν τελείωνε καμμιά φορά η Γενική άρχιζε άλλο πανηγύρι με τα ψώνια για τα φαγητά κι εμείς πια είμαστε στις μεγάλες δόξες μας γιατί τρελλαινόμαστε να τρέχουμε στο μπακάλη και στο χασάπη και στο μανάβη με τον μπαμπά μου και τον παππού μου τον Δημητράκη και να κουβαλάμε όλα τα πράματα τυριά, κρέατα, φρούτα, σαλάτες, σαλάμια, γιαούρτια, φύλλο για πίτες και πατάτες και φύλλο για καταϊφι που το λέγαμε μαλλιοξασμένο και αλεύρια και τέτοια και φορτωνόμασταν σαν γαϊδούρια δηλαδή κανονικά γαϊδούρια που γκαρίζαμε κιόλας για να μας ακούνε και να κάνουνε στην άκρη όπως κορνάρουνε τα αυτοκίνητα δηλαδή και ο μπαμπάς μου νευρίαζε πάρα πολύ με αυτό το γκάρισμα και μας έλεγε δεν σας ξαναπαίρνω έξω ρεζίλι με κάνετε αλλά εμείς το κάναμε επειδή είμαστε φορτωμένοι σαν γαϊδούρια όπως λέγανε οι μεγάλοι και δεν καταλαβαίναμε γιατί γινότανε ρεζίλι αυτός και του δίναμε φιλιά να του περάσει το ρεζίλι και μάλλον του πέρναγε γιατί μετά έλεγε τι θα κάνω εγώ με σας τερατάκια και τέτοια και μετά δώστου πάλι κουβαλάγαμε στο σπίτι πράματα δυο μέρες ολόκληρες και η γιαγιά μου η Κασσιανή τα έχωνε στο ψυγείο και στο άλλο ψυγείο που είχαμε στο υπόγειο και η βλάχα η ξαδέρφη της Μαριέττας μας έλεγε φτου φτου μπερεκέτια και μια φορά την είχα δει που έχωνε στο στόμα της δύο δύο τα σαλάμια από το δέμα. 


Ετσι τελείωνε και η βήτα φάση που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης δηλαδή τα ψώνια από τους μπακαλομανάβηδες και τους χασάπηδες και μετά άρχιζε η γάμα φάση που ήτανε η Παναγιώτα η χοντρή. Αυτή ήτανε μια μαγείρισσα που μαγείρευε τέλεια που καθότανε δυο μέρες σπίτι μας και μαγειρεύανε μαζί με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και την παίρναμε δανεική από την κυρία Ελευθεριάδου τη φιλενάδα της γιαγιάς μου της Κασσιανής που είχανε πολλά λεφτά και είχανε και αυτή τη χοντρή μαγείρισσα και μας τη δανείζανε και μας άμα τη θέλαμε.
Αμα αρχίζανε να μαγειρεύουνε η γιαγιά μου η Κασσιανή με τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της Μαριέττας μας και την Παναγιώτα τη χοντρή η κουζίνα απογειωνότανε όπως έλεγε η μάνα μου αλλά εγώ ήξερα ότι μόνο τα αεροπλάνα απογειωνόντουσαν όπως βλέπαμε στο γκουντ μπάι του αεροδρομίου στο Ελληνικό άμα πηγαίναμε καμμιά Κυριακή για βόλτα και δεν είχα ακούσει καμμιά άλλη κουζίνα να απογειώνεται όπως η δικιά μας και μια φορά που είχα ρωτήσει τη δασκάλα μου αν πετάνε οι κουζίνες μου είπε να μη λέω βλακείες και δεν ξαναρώτησα.
Τελικά η Παναγιώτα η χοντρή που είχε και μαλλιά αφέλειες ήτανε σαν τον καλό βασιλιά Δαγοβέρτο που είχε βάλει το βρακί του ανάποδα όπως έλεγε το γαλλικό τραγουδάκι που αγαπούσαμε πολύ με τον αδελφό μου γιαυτό και μείς δεν την λέγαμε Παναγιώτα αλλά Δαγοβέρτα.
Αυτή λοιπόν η Δαγοβερτοπαναγιώτα μαγείρευε συνέχεια κι έκανε πολλά φαγιά πολύ ωραία μαζί με τη γιαγιά μου την Κασσιανή και τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της Μαριέττας μας και δεν αφήνανε κανέναν άλλον να μπει στη κουζίνα όσο μαγειρεύανε αλλά εμείς με τον αδερφό μου καθόμαστε κατάχαμα στο χωλ μπροστά από την κουζίνα και πολύ τις νευριάζαμε αυτές αλλά κι εμείς γιαυτό καθόμαστε για να τις νευριάζουμε και περνάγαμε πολύ ωραία. 


Αμα τελειώνανε τα μαγειρέματα είχε έρθει η μέρα της εθνικής γιορτής. Τότε άλλα φαγιά τα είχανε στις κατσαρόλες και άλλα φαγιά τα βάζανε σε κάτι μεγάλες ταψάρες και η ξαδέρφη της Μαριέττας μας έλεγε τα ταψά τα ταψά είναι έτοιμα τα ταψά και τότε ερχότανε πρωί πρωί και ο κύριος Αγγελος που έμενε μόνος του απέναντί μας και ήτανε κάπως γέρος αυτός και λίγο περίεργος αλλά επειδή στο σπίτι μας κουτσοί στραβοί στον Αγιο Παντελεήμονα όπως έλεγε η Μαριέττα μας ερχότανε τότε και αυτός και μαζί με τη Μαριέττα μας και την ξαδέρφη της πηγαίνανε τα ταψά στο φούρνο της Μπέλλου στην πλατεία και μετά πηγαίνανε πάλι όλοι μαζί να τα πάρουνε όταν ψηνόντουσαν και τα φέρνανε και μοσχοβόλαγε όλο το σπίτι και τα απλώνανε πάνω στο τραπέζι που το είχανε ανοίξει για τα χωράει όλα και τα σκεπάζανε με άσπρες καθαρές πετσέτες και μεις λυσσάγαμε να φάμε γωνίτσες κριτσανιστές από το παστίτσιο και στρογγυλές πατατούλες από το ψητό και τις άκρες από το μπακλαβά και μας έκοβε μικρά κομματάκια η μαμά μας με το μαχαιράκι.





Μετά επειδή κόντευε πια μεσημέρι άρχιζε η δέλτα φάση όπου εμάς τους μικρούς μας έχωνε η Μαριέτα μας στο πλυσταριό να μας πλύνει και μας έβαζε να κοιμηθούμε για μεσημέρι στο δωμάτιο της ταράτσας και αφού ησυχάζανε από μας ερχότανε κάτω η θεία Ευτέρπη μαζί με μια κομμώτρια που χτένιζε τη γιαγιά μας την Κασσιανή δηλαδή της έκανε κότσο μπανάνα μετά τη μαμά μου που της έκανε μιζ αν πλι που δεν ήξερα τι θα πει αλλά μετά τα μαλλιά της μαμάς μου ήτανε κόκκαλο από τη λακ και τελευταία τη θεία Ευτέρπη που ήτανε πολύ χοντρή και ήθελε μπουκλάκια στο σβέρκο για να μη πολυφαίνονται τα προγούλια της.



Εμείς όλα αυτά τα είχαμε δει μια φορά που δεν κοιμηθήκαμε και τα ξέραμε και κάθε φορά τα ίδια γινόντουσαν. Τέλος πάντων γενικά κοιμόμαστε εκείνο το μεσημέρι διότι μαζί μας κοιμόντουσαν και ο μπαμπάς και ο παππούς μας ο Δημητράκης που δεν κάνανε μιζ αν πλι ούτε κότσο μπανάνα γιατί ήτανε άντρες και κάναμε όλοι μαζί ένα δίωρο ύπνο με το ρολόι που έλεγε ο παππούς μου ο Δημητράκης και δεν ξέραμε τι θα πει αλλά μετά μάθαμε ότι ήτανε ύπνος δύο ώρες και έκανε πολύ καλό λέει αυτός ο ύπνος και η μαμά μας με τη γιαγιά μας την Κασσιανή και τη θεία Ευτέρπη δεν κοιμόντουσαν σε κρεββάτι εκείνο το μεσημέρι να μη χαλάσουνε λέει τα μαλλιά τους και πέφτανε σε κάτι πολυθρόνες κουνιστές που τις βγάζανε στην πίσω βεράντα που ήτανε δροσερά και πολύ τους άρεσε εκεί και βάζανε τα πόδια τους σε κάτι σκαμνιά να ξεκουράζονται. 


Τέλος πάντων όταν ξυπνάγαμε μας ντύνανε πρώτα εμάς με τα καλά μας και έπρεπε να καθήσουμε Παναγίες φανερωμένες στη βεράντα να μη λερωθούμε καθόλου και να μην τσαλακωθούμε μέχρι να έρθουν οι καλεσμένοι αλλά είχαμε καταλάβει ότι μετά μπορούσαμε να τσαλακωνόμαστε όσο θέλαμε και περιμέναμε ήσυχα ήσυχα να έρθουν οι καλεσμένοι. Η μαμά μου τότε φόραγε ένα πολύ ωραίο φουστάνι και ήτανε κούκλα και ο μπαμπάς μου καμάρωνε και η γιαγιά μου η Κασσιανή πρώτα έκανε επιθεώρηση στον παππού μου τον Δημητράκη αν είχε φορέσει ότι του είχε βγάλει αυτή από τη ντουλάπα και μετά αυτή έβαζε το καλό της μπλε φουστάνι γιατί όλο μπλε έραβε αυτή για τα καλά της και έβαζε τα καλά της σκουλαρίκια και οπωσδήποτε την καμέα της που ήτανε μια ωραία καρφίτσα με μια κυρία απάνω που άμα πέθαινε θα μου την έδινε εμένα είχε πει αλλά εγώ σκεφτόμουνα άμα πέθαινε αυτή πώς θα μου έδινε μετά ή θα μου την έδινε πρώτα αλλά άκρη δεν έβρισκα και έβαλα τα κλάμματα. Τότε η γιαγιά μου η Κασσιανή μου είπε μη σκας χρυσό μου δεν πεθαίνω ποτέ εγώ κι έτσι ησύχασα κι εγώ που μου είχαν φτάσει τα δάκρυα στα πόδια. ....................




Συνεχίζεται ............